- περικαλλέα
- περικαλλήςvery beautifulneut nom/voc/acc pl (epic ionic)περικαλλήςvery beautifulmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικαλλέ' — περικαλλέα , περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περικαλλέα , περικαλλής very beautiful masc/fem acc sg (epic ionic) περικαλλέϊ , περικαλλής very beautiful dat sg (epic) περικαλλέε , περικαλλής very beautiful masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMPHION — I. AMPHION Hypsonis Pellaei fil. ex Argonautis unus, ftatri Deucalioni adeo vultu similis, ut ne Pater dignoscere potuerit. Val. Flacc. l. 1. v. 367. II. AMPHION fil. Iasii, imperavit Orchomeniis, Minyis, et Pyliis, teste Leontiô, aliô nomine… … Hofmann J. Lexicon universale
έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ … Dictionary of Greek
κίθαρις — κίθαρις, ιος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.) 2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα 3. διάδημα που αποτελεί μέρος τού στολισμού τής… … Dictionary of Greek